- μεταβάπτιση
- ηη εκ νέου βάπτιση, το ξαναβάφτισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταβαπτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Δ. Γρ. Καμπούρογλου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταβάπτισμα — και μεταβάφτισμα, το [μεταβαπτίζω] η μεταβάπτιση … Dictionary of Greek